- ἁδόθεν
- ἁδόθεν, aus der Unterwelt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αδόθεν — ᾀδόθεν επίρρ. (Α) από τον άδη, από τον κάτω κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾃδης + θεν, κατάλ. επίρρ., που δηλώνει από τόπου κίνηση, προέλευση] … Dictionary of Greek